- πεπτιδικός
- -ή, -όφρ. «πεπτιδικός δεσμός»(βιοχ.) χημικός δεσμός με τον οποίο τα αμινοξέα, δηλ. τα συστατικά τών πρωτεϊνών, συνδέονται μεταξύ τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. liaison peptidique (< peptide + κατάλ. -ique, βλ. λ. πεπτίδιο)].
Dictionary of Greek. 2013.